Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Κρήτης
Μια παραλλαγή από τη Μακρυλιά Ιεράπετρας
του Μανόλη Κ. Μακράκη*
Ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα ακόμα και σήμερα στην Κρήτη είναι τα κάλαντα. Πρόκειται για εθιμικά-επαινετικά τραγούδια του λαού που ψάλλονται, ατομικά ή ομαδικά από μικρά παιδιά την παραμονή των τριών μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης. Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα και παραπέμπει στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου, όταν, δηλαδή, ξεκίνησε να γιορτάζεται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (2ο π.Χ. αιώνα), ενώ έως τότε εορταζόταν τον Μάρτιο. Ως γιορτή υπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Να σημειώσουμε ότι το θεοκρατικό καθεστώς του Βυζαντίου, καταδίκασε το έθιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Παρά την απαγόρευση όμως τα κάλαντα διατηρήθηκαν και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό τροποποιημένα όμως σε μεγάλο βαθμό από τον αρχικό ειδωλολατρικό τους χαρακτήρα.
Τα κάλαντα είναι συνδεδεμένα, κυρίως, με τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια). Οι «καλαντιστές ή καλαντιστάδες» (τραγουδιστές των καλάντων), παιδιά αλλά και ενήλικες, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού και τους τραγουδούσαν τα κάλαντα. Μέσα από το τραγούδι, πάντα στην κρητική διάλεκτο, εξιστορούν τα γεγονότα των ημερών και παινεύουν τον οικοδεσπότη, την κυρά, τον γιο, την κόρη και το σπίτι. Στα κάλαντα τις Κρήτης το μοτίβο είναι περίπου το ίδιο με μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή. Ξεκινούν με την αναγγελία της εορτής, αναφορά στην πρώτη μέρα του χρόνου και στη γέννηση του Χριστού που περπατούσε στη γη και εκεί που περπάτησε βγήκε χρυσό δεντρί (στίχ. 1-4). Σε όλες όμως τις παραλλαγές ο Άγιος Βασίλης περιγράφεται ως ζευγάς και στη συνέχεια ακολουθούν ευχές και έπαινοι προς το νοικοκύρη του σπιτιού, τη νοικοκυρά, το γιο και την κόρη και προτροπές προς τη βάγια για να φέρει τα ποθούμενα τρόφιμα. Ο Άγ. Βασίλης οργώνει με τα βόδια του και οι καλαντιστές τον ρωτούν για τα είδη των δημητριακών και την ποσότητα που σπέρνει σε μουζούρια.
Από το στίχο 19 και εξής ο ζευγάς Άγιος Βασίλειος ταυτίζεται με το ζευγά-αφέντη του σπιτιού. Εκείνον έχουν ως αποδέκτη οι έπαινοι﮲ το νοικοκύρη του σπιτιού που «του ‘πρεπε το πλια καλό ζευγάρι» με τα σύνεργα του οργώματος (αλέτρι και ζυγό) κατασκευασμένα από τα καλύτερα υλικά ακόμη και το βουκέντρι (νυματερό) από βασιλικό. Το ζευγάρι των βοδιών ή των αγελάδων το ’χει ευλογήσει ο Χριστός και με τα δυο του χέρια (στίχοι 13-15). Η αναφορά στην ευλογία των βοδιών ή αγελάδων δεν είναι καθόλου τυχαία. Ήταν ζώα πολύτιμα σε κάθε γεωργό. Εκείνα που έσερναν ζυγό και αλέτρι όχι μόνο στη σπορά των δημητριακών αλλά σε κάθε είδους καλλιέργεια (άρωση ελαιώνων κ.ά.) καθώς και στο αλώνισμα των δημητριακών. Έπαινοι προς τον αφέντη που «του ’πρεπε» να ’χει κοπάδι με προβατίνες, κατσίκες ριφάκια και αρνιά (στίχ. 26). Αφέντη που «του ’πρεπε» να κοιμάται σε μεγάλη καριόλα, δηλ. σε μεγάλο ξύλινο κρεβάτι (στίχ. 23). Η ευχή είχε τη δική της ξεχωριστή σημασία σε μια εποχή (βενετοκρατία ) στην οποία από τους 300.000 κατοίκους του νησιού μόνο οι 4.000 μπορούσαν να κοιμηθούν σε κρεββάτι.
Ακολουθούν (στίχ. 28-30) οι έπαινοι προς τη νοικοκυρά που η μούσα της αποδίδει πολλούς επαίνους και ομορφιές, με καλολογικά στοιχεία τα οποία αντλεί από τη δημοτική ποίηση. Εκφράσεις όπως: «που ’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος », «Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα» « στραφταλίδα του νερού και πάχνη απού τα χιόνια», συναντούμε σε αρκετά δημοτικά τραγούδια και μαντινάδες της εποχής. Εξόχως επαινετικοί προς τη νοικοκυρά για την ομορφιά και τα κάλλη της είναι και οι επόμενοι στίχοι (31-35) με τη μέλισσα που κεροδένει δημιουργεί δηλ. κηρύθρα στο καμαρόφρυδο της κεράς για να αντλήσει μέλι από τη γλυκύτητά της.
Τα κάλαντα συνεχίζονται με τους επαίνους προς το γιο που πηγαίνει στα γράμματα και οι καλαντιστάδες του εύχονται να βάλει πετραχήλι, ενώ οι στίχοι 40-41 όπως σημειώνει ο Δετοράκης μας παραπέμπουν στην εποχή της βενετοκρατίας. Ιδιαίτερη εκτίμηση τρέφει η μούσα της Κρήτης προς τα γράμματα που φαίνεται καθαρά στην αναφορά τόσο για το γιο όσο και για την κόρη. Είναι φανερή η εκτίμηση, η υψηλή περιωπή, το αναγνωρισμένο κύρος προς τους γραμματισμένους, στοιχεία έντονα στους επαίνους προς την κόρη του σπιτιού. Την όμορφη κόρη, την πολύφερνη (με μεγάλη προίκα) νύφη, επιθυμεί «δάσκαλος και γραμματικός» που λόγω των προσόντων του γυρεύει πολλά προυκιά, μεγάλη προίκα (στίχ. 53-54). Ακολουθούν οι εκκλήσεις και προτροπές προς την οικιακή βοηθό, τη βάγια (στίχ. 55-65), την υπηρέτρια του σπιτιού να πιάσει το πανέρι και να φέρει τρόφιμα. Της απαριθμούν πλήθος με τα ποθούμενα τρόφιμα που προτιμούν και βέβαια καλό κρασί που σημαίνει ότι τα κάλαντα τα έλεγαν ενήλικες.
Ένα χαρακτηριστικό των καλάντων, αναλλοίωτο ως τις μέρες μας, είναι το φιλοδώρημα του οικοδεσπότη στους καλαντιστές το οποίο σήμερα είναι σε χρήματα ενώ σε παλαιότερες δύσκολες όπως προαναφέραμε εποχές, σε είδη διατροφής, σε φαγώσιμα όπως: απάκι, λουκάνικο, χοιρινό κρέας. αυγό, λάδι, κρασί, κ.ά. Γι’ αυτό το λόγο τα κάλαντα εμπεριέχουν παινέματα προς τους νοικοκυραίους και τα παιδιά τους και οι καλαντιστές προσάρμοζαν τα παινέματα στην περίσταση με αυτοσχέδιες μαντινάδες-επαίνους που πρόσθεταν στα κάλαντα ώστε να πάρουν και καλύτερο φιλοδώρημα. Έτσι εξηγείται γιατί στα κάλαντα οι έπαινοι προς τους νοικοκυραίους και τα παιδιά τους καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των καλάντων. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές καλάντων από γεωγραφικό διαμέρισμα σε γεωγραφικό διαμέρισμα αλλά και από χωριό σε χωριό κάποιες φορές. Να επισημάνουμε ότι τα παλαιότερα χρόνια τα κάλαντα δεν τραγουδιόντουσαν μόνο, αλλά συνοδεύονταν με μουσικά όργανα από παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Τέλος να σημειώσουμε ότι τα κάλαντα που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, τα αφηγήθηκε η Μαρία Μιχ. Λαμπράκη, από τη Μακρυλιά Ιεράπετρας. Η ηλικία της: ετών 65 το έτος καταγραφής τους (1971). Την καταγραφή πιθανότατα την έκανε κάποιος φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας το όνομα του οποίου δεν καταγράφεται, το έτος αυτό, ο οποίος καταγόταν από το ίδιο ή κοντινό χωριό και ο Δετοράκης καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας τότε ενέταξε τα κάλαντα στα «Ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης» που εξέδωσε πέντε χρόνια αργότερα (1976).
ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
απού γεννήθηκε ο Χριστός, στη γην κι επεριπάτει.
Κ’ εκεί που περιπάτησε χρυσό δεντρόν εβγήκε,
χρυσό δεντρό, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι.
5 Χρυσά ’σαν τα κλωνάρια ντου κι ολάργυρ’ η κορφή ντου
και κάτω στην ποδίτσα του γράμματά ’ναι γραμμένα.
Δασκάλοι αναγνώθουν τα, διάκοι καλαναρχούν τα
και τα μικρά διακόπουλα στέκουν και συντηρούν τα.
Κι ο ήλιος απού πρόβαλε ’π’ Ανατολής τη μπάντα
10 παίρνει τα και πηγαίνει τα κάτω στο περιγιάλι.
Βρίσκουνε ’κεια το Βασιλειό απού ’κανε ζευγάρι.
-«Καλώς τα κάνεις, Βασιλειό, καλό ζευγάρι κάνεις».
-«Καλό το λέμενε κ’ εμείς, καλό και βλοημένο,
απού το βλόησ’ ο Χριστός με το δεξό ντου χέρι,
15 με το δεξό, με το ζερβό, με το μαλαματένιο».
-«Για πε μου, Βασιλέα μου, τι σπέρνεις την ημέρα ;»
-«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε,
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο».
-«Μα σέν’ αφέντη, σου ’πρεπε το μπλια καλό ζευγάρι,
20 το ρούσο και το μελισσό και το λαμπαδοκέρι.
Να ’ναι τ’ αλέτρι σου λυγιά και ο ζυγός σου δάφνη
και να ’ν’ το βουκεντράκι σου βασιλικού κλωνάρι.
Μα σέν’, αφέντη, σου ’πρεπε καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι, να μην κρυγιολογάσαι.
25 Μα σέν’, αφέντη, σου ’πρεπε να ’χης ψαρά γενάκια
και προβατίνες με τ’ αρνιά κι αίγες με τα ριφάκια.
Επόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε τση κεράς μας.
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και στραφταλίδα του νερού και πάχνη απού τα χιόνια,
30 που ’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
Κερά μου, τη χωρίστρα σου μέλισσα ανεμοτρέχει
και στο καμαροφρύδι σου πάει να κεροδέση.
Να φαν’ οι άγιοι το κερί κ’ άρχοντες το μέλι
και τ’ απομελισσίδια τζης να φάνε οι φαμέγιοι.
35 Επόπαμε και τση κεράς, να πούμε και του γιού σας.
Έχετε γιο στα γράμματα και πιάνει το κοντύλι,
απού να τ’ αξιώσ’ ο Θιος να βάλη πετραχήλι.
Η χέρα ντου εξέφυγε κ’ ήχυσε το μελάνι
κ’ εβάψανε τα ρούχα ντου του μοσκοκανακάρη,
40 απού του τα μοσκάνανε οι τρεις βασιλιοπούλες,
του Πρίγκιπα και του Ρηγού κ’ οι τρεις Κορναροπούλες.
Δάσκαλε, πού ’ν’ τα γράμματα, δάσκαλε, πού ’ν’ ο νους σου ;
-«Μα μένα ο νους μου στση ξαθιάς κάτω στση μαυρομάτας,
κάτω στση γαϊτανόφρυδης, στση αλυσοπλεμένης,
45 απού ’ναι τα μαλλάκια τζης σαρανταπέντε δίπλες,
σε κάθε δίπλη το φιλί, σε κάθε δυο το γιόμα,
σε κάθε τρεις και τέσσερις αγγουροκανακίζει».
-« Του κανακάρη το σπαθί γράφει σταυρό στη μέση.
Στη μέση γράφει το σταυρό, στην άκρη το Βαγγέλιο
50 και στα χειροτεχνήματα γράφει τον Άη Γιάννη.
Επόπαμε και του υιού, ας πούμε και τση κόρης.
Έχετε κόρην όμορφη, δάσκαλος τη γυρεύγει,
δάσκαλος και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Επόπαμε τση κόρης σας, ας πούμε και τση βάγιας :
55 Άψε, βαγίτσα, το κερί και πιάσε το πανιέρι
και κάτσε και λογάριασε είντα θα μασε φέρης.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεφτοκάρυα
και φέρε και γλυκύ κρασί να πιουν τα παλληκάρια.
Σηκώσου, περιστέρα μου, και κάνε τρία ζάλα
60 και φέρε τα χριστόψωμα κεινά τα μπλιο μεγάλα.
Κι απού τη μαύρην όρνιθα πεντεξεφτά αυγουλάκια
κι από την κοφινίδα σας πεντέξε κουλουράκια.
Γη απάκι γη λουκάνικο, γη από πλευράς κομμάτι,
γη από τον πείρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
65 Μα επά που καλαντίσαμε καλά μασε πλερώσα.
καλά να παν τα τέλη ντως κι όλα ντως τα ποδόσα.
Κι αν έχουνε μικιό παιδί στα πούπουλα χωσμένο,
να το θωρή ο πατέρας του να χαίρετ’ ο καημένος.
’Ποπανωθιός στην πόρτα σας γράφει την άλφα βήτα,
70 τώρα μισεύγομε κ’ εμείς κ’ έχετε καληνύχτα».
Βιβλιογραφία
Παραλλαγές σχετικές με τα παραδοσιακά κρητικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς: Γιάνναρης, σελ. 249, αριθμ. 307, Κριάρης, σελ. 441, Ειρ. Παπαδάκη, σελ. 38-40, περιοδ. Κρητικός Αστήρ», τ. Γ΄ (1909), σελ. 378. «Προμηθεύς Πυρφόρος» τ. Η΄, φ. 192. «Λαογραφία» τ. Β΄, σελ. 684, Γ΄ σελ. 262, Η΄ σελ. 221. Συλλογή Ωδείου Αθηνών, σελ. 66-68 (Με τη μουσική του τραγουδιού από τους Λάκκους Κυδωνίας). Θεοχ. Δετοράκης, Ανέκδοτα Δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Ηράκλειο 1976
Λεξιλόγιο:
ζευγάρι= εννοεί δύο βόδια ή αγελάδες που έσερναν το ζυγό όργωναν τα χωράφια
ζυγός= δοκάρι ξύλινο πάνω από τα κεφάλια των αγελάδων. Στο λαιμό του κάθε ζώου έμπαινε η ζεύλα που προσαρμοζόταν στο ζυγό και το αποζεύλι ή πανωζεύλι που την ασφάλιζε έτσι ώστε να μην μπορεί να φύγει η αγελάδα από το ζυγό
αλέτρι= άροτρο, το εργαλείο συνδεμένο με τα λούρα με το κέντρο του ζυγού. Προχωρώντας οι αγελάδες, το υνί του αρότρου καρφωνόταν στη γη και όργωνε το χωράφι
βουκέντρι (βους + κεντρί) ή νυματερό = μικρή ξύλινη ράβδος που έχει μπροστά νύμα-κεντρί με το οποίο κεντρίζουν τα ζώα για να προχωρούν στο όργωμα ή στο αλώνισμα
μουζούρι= δοχείο-μέτρο χωρητικότητας το οποίο χωρούσε συνήθως 15 οκάδες. Μία οκά είχε 1282 γραμμάρια (ίσχυε ως το 1959)
ρούσο=κόκκινο
μελισσό =χρώμα του μελιού
καριόλα (ιταλ.) =παλαιού τύπου μεγάλο ξύλινο κρεββάτι.
κοντύλι = μ’ αυτό έγραφαν οι μαθητές τα γράμματα πάνω στην πλάκα
μαρμαροτράχηλη=με λευκό όπως το μάρμαρο τράχηλο λαιμό (Υπάρχει και η πιθανότητα γράφει ο Πιτυκάκης μαργαροτράχηλη, από μάργαρο=εσωτερική στιλπνή και ιριδίζουσα επιφάνεια του οστράκου, το κοινώς σεντέφ (τουρκ.) Πιτυκάκης Β΄, σελ. 596
φεγγαρομάγουλη = που φέγγουν, λάμπουν τα μάγουλά της
στραφταλίδα=από το στράφτω, λαμπεράδα, εκείνη που αστράφτει που λάμπει
ανεμοτρέχει=τρέχει στον αέρα
κεροδέσει= να δέσει να δημιουργήσει κηρύθρα όπου θα εναποθέσει το μέλι
απομελισσίδια=υπολείμματα από την κατεργασία του μελιού
φαμέγοι=υπηρέτες, άτομα που σύντραμαν στις αγροτικές δουλειές. Πιτυκάκης Β΄ σελ. 1942. Φαμέγιος υπηρέτης (ιταλ.) Έχει όμως ιδιάζουσα θέση μέσα στην οικογένεια στην οποία προσφέρει διάφορες υπηρεσίες, λιγότερο ταπεινοτικές από τον υπηρέτη. Είναι άνθρωπος του σπιτιού. Συμπεριφέρεται προς τα αφεντικά και του συμπεριφέρονται με κάποια οικειότητα ασυνήθιστη προς τους υπηρέτες. Κάποτε έχει και γνώμη πάνω σε υποθέσεις της οικογένειας
μόσχος, μόσκος = αρωματικό φυτό (εξ ου “μοσχομυρίζει”)
μοσκοκανακάρης= ο κανακάρης ο χαϊδεμένος νέος που μυρίζει μόσκο
αγγουροκανακίζει: κανακίζω=χαϊδεύω, θωπεύω, επαινώ και άγγγουρος= ο γεμάτος σφρίγος και ζωντάνια νέος
μοσκάνανε=αρωματίσανε, γεμίσανε μόσκο
απάκι= κρέας από χοίρο που έσφαζαν τα Χριστούγεννα
ασκάκι μικρό ασκί = ασκός από δέρμα κατσίκας με τον οποίο μετέφεραν τα υγρά προϊόντα (λάδι, κρασί)
γή= ή (διαζευτικό)
βουτσί = ξύλινο βαρελάκι
γαλανή = στο χρώμα του γάλακτος, άσπρη.
λεπτοκάρυα = φουντούκια, φυντίκια στην Κρητική διάλεκτο
ποπανωθιός=απωπανωθιός= επίρρημα τοπικό και τροπικό=επιπλέον αλλά και υπεράνω. Η επιρρηματική κατάληξη –θιος σχηματίζεται σύμφωνα με το Στεφ. Ξανθουδίδη (Ερωτοκρ. 503) από το άνωθεν, όπως και το κατωθιός (ποκατωθιός) από το κάτωθεν.
*Ο Μανόλης Κ. Μακράκης είναι Διδάκτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής, Συγγραφέας, πρώην Διευθυντής Α/θμιας Εκπ/σης Λασιθίου