του Μανόλη Πηγιάκη
Το 1950 ήταν κακή χρονιά. Μακρύ καλοκαίρι. Είχε φτάξει μπλιό ο Δικέμπρης και ο χειμώνας δεν έλεγε να ’ρθεί. Όλο τσιβούρες και αέρηδες. Νικολοβάρβαρα ήτανε και εποτίζαμε ακόμη τσι φυλλάδες. Μούδε άγρια χόρτα δεν είχανε φυτρώσει. Αθρώποι και ζωντανά επερνούσανε κακή ζωή. Ελιές δεν είχαμε. Ήτανε ξερές από την ανυδριά. Εμαζώξαμε από χάμε δυο καλάθια και απάνω από τα μουρέλα, με τα χέρια, άλλο ένα και τσι αλέσαμε στη φάμπρικα του Παπαδαντώνη. Εβγάλαμε εφτάμισι οκάδες λάδι.
– Ίντα δα γενούμε οφέτος δε γκατέχω, είπε ο πατέρας μου.
– Έχει ο Θεός, είπε η μάνα μου. Δε θα χαθούμε.
Πλησίαζαν Χριστόγεννα. Στσι 23 έκλεισε το σκολειό και φεύγοντας ο διευθυντής παράγγειλε σε μερδικά κοπέλια, να πάνε την άλλη μέρα, παραμονή, να παρασύρουνε το σκολειό, να στοιχίσουνε τα θρανία, να ανοίξουνε τα παραθύρια να αεριστούνε οι τάξεις και ύστερα να κλειδώσουνε, να φύγουνε. Σε μένα ο δάσκαλος ήδωκε το κλειδί.
Ξημέρωσε η παραμονή τω Χριστογέννων και η μέρα ήτανε θα ’λεγε κανείς αυγουστιάτικη.
Όντενε ξυπνήσαμε εμείς τα κοπέλια, οι γονείς μου είχανε σηκωθεί πολλή ώρα πριν. Ο πατέρας μου εκατάστενε τα μιαρά για να πάνε στο χωράφι και η μάνα μου εκατάστενε τα κοπέλια, ετάϊσε τσι όρνιθες και ήκοψε και ένα χνάρι μπακαλιάρο και τον ήβαλε στο νερό. Εφάγαμε μιαολιά ψωμί με τσι ελιές και ύστερα ο πατέρας μου, είπε:
– Γιάε Μανωλιό, εσύ με την αδερφή σου δα πάτε στο σκολειό να παρασύρετε μαζί με τα άλλα κοπέλια και να κάμετε ότι σας επαράγγειλε ο δάσκαλος. Ότινα τελειώσετε δα ξανοίξεις να ’ναι κλειστά τα παραθύρια και οι πόρτες, δα κλειδώσεις και δα πας το κλειδί του Γραμματικού στο Δημαρχείο.
– Το μεσημέρι να φάτε πάλι ελιές και ψωμί, είπε η μάνα μου, λάδι να μη βάλετε γιατί αύριο δα μεταλάβομε όλοι. Να ταΐσετε τσι όρνιθες, να διαρμίσετε μιαολιά το σπίτι, να αλλάξετε το νερό στο μπακαλιάρο δυο φορές, να γλυκάνει καλά, να τονέ ψήσομε αύριο και να μας ανημένετε αργά να ’ρθούμε. Να ανάψετε φωτιά να ζεστάνετε νερό να λουστούμε όλοι, να μεταλάβομε αύριο.
Ύστερα από τσι παραγγελιές εκαβαλίκεψε η μάνα μου στο γάιδαρο με το πια μικιό αδερφάκι μου που ήταν τεσσάρων χρονώ, εδέσανε στα σκαρβέλια τσι δυο αίγες και ξεκινήσανε. Από πίσω εκλούθα ο πατέρας μου και ήσυρνε μια προβάτα και το άλλο αδερφάκι μου που ήταν έξε χρονώ.
– Εσένα, τούπε ο πατέρας μου, δα σε βάλω στην καπούλα ότινα βγούμε όξω απ’ το χωριό.
Προορισμός τση ημέρας οι Ντριγιές. Σε λιγότερο από μια ώρα εφτάξανε. Εδέσανε τα συρτά στη βοσκαρά. Εδέσανε το γάιδαρο σε τόπο που να μη φτάνει εζημιά. Σ’ αυτό το μετόχι είχε αναθραφεί η μητέρα μου. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το μετόχι είχε μοιραστεί σε όλα τα αδέρφια και είχαμε πάρει κι εμείς μερδικό, τον εξώστη και το στάβλο, που ήτανε τρόχαλος. Εμεραμέτισε ο πατέρας μου τον εξώστη που ήταν πια καλός και εγίνηκε ένα καλό για την εποχή δωμάτιο. Το χώρισε στη μέση με τάβλες και είχαμε το μισό αχεριώνα και το άλλο μισό επόμεινε για να βάνομε τα πράματα όντενε μαζώναμε τσι ελιές και να σπηλιώνομε άμα ήβρεχε. Σε μια γωνιά είχε μια κακοπαρασθιά και ακριβώς απέναντι κάμποσα ξύλα.
Εξέστρωσε ο πατέρας μου το γάιδαρο και ήβαλε το σωμάρι μέσα στο σπίτι και το γύρισε ανάποδα.
– Βάλε το μικιό μέσα στο σωμάρι να κοιμηθεί μιαολιά ώρα και ’συ έβγα με το πια μεγάλο να κάμετε μια βόλητα, μπα να βρεις δυο τρία χόρτα. Εγώ δα πάω εκειέ ποπέρα που κατέχω ένα γκαλό σκοίνο, σε ένα δετάρι, να τονέ ξεκουτσουρώσω και ύστερα δα νάρθω. Αφού καλοβολέψω τα ξύλα, να κόψομε δυο φυλλάδες, να φορτώσομε, να φύγομε.
Ήπηρε το μανάρι και τη σκαλίδα και ήφυγε. Ήβαλε η μάνα μου το μικιό στο σωμάρι, το σκέπασε μιαολιά μ’ ένα κακοχιραμάκι, το κούνησε, το νανούρισε και σαν εκοιμήθηκε ήκλεισε την πόρτα, ήβαλε το μάνταλο με το κατσουνόκλειδο και ήπιασε να χορταρολογά προσέχοντας τα μιαρά και το άλλο κοπέλι που τση κλούθα στην κούδα.
Ποπερασμένο μεσημέρι εγιάγυρε ο πατέρας μου, εφάγανε κι αυτοί μαζί με τα κοπέλια μιαολιά ψωμί με τσι ελιές και εκάνανε κομάντο…
– Ήβρηκες πράμα χόρτα; είπε ο πατέρας μου.
– Λίγα πράματα, μα και κειανά που ήβρηκα είναι κακοτερένια. Ξερός είναι ο τόπος. Το μαχαίρι δεν καρφώνει στο χώμα.
– Εγώ δα πάω να καλοβολέψω τα ξύλα που ήβγαλα και ύστερα δα γιαγύρω να κόψω μάνι-μάνι δυο τρεις φυλλάδες, να φορτώσομε, να φύγομε. Γιάε, ο ήλιος εμπουμπούρισε και οι μέρες είναι εδά καλά μικιές.
– Εγώ δα ανεμαζώξω σιγά, σιγά τα συρτά, επαέ στο σπίτι, δα στρώσω το γάιδαρο να ’ναι έτοιμος και δα ξανοίγω και τα κοπέλια.
Ντελόγο το πρόγραμμα μπήκε σε εφαρμογή. Άλλες, όμως, οι βουλές των ανθρώπων και άλλες του Θεού.
Δεν επέρασε μισή ώρα και ξαφνικά εδάκαρε ο ουρανός και γέμιζε με πίσσα μαύρα ανέφαλα και πριχού καλά, καλά να το καταλάβουνε εδακάρανε και πέφτανε χοντρές-χοντρές ψιχαλίδες. Ήσφιξε η μάνα μου με τα κοπέλια και ήμπηκε στο σπίτι. Οι αίγες εδακάρανε και εφωνιάζανε γιατί ενεμίζανε την κακοκαιριά και τρέχοντας όλα μαζί τα ζωντανά, αίγες, πρόβατο και γάιδαρος επήγανε κι αυτά και μπήκανε μέσα στο σπίτι μοναχά ντος.
Στην ώρα απάνω ήφταξε και ο πατέρας μου και ήτανε σφουγκούνι. Εσύρωνε πατόκορφα γιατί η βροχή ωστόσο είχε δυναμώσει. Δεν ήβρεχε, ήτρεχε. Και συγχρόνως άρχισε και το αστραπόβροντο. Χαλασμός κόσμου.
– Παναγία μου και ίντα δα γενούμε δα που δεν έχομε ρούχα.
Εξεντύθηκε ο πατέρας μου, ετυλίχτηκε μια σεντόνα των ελιώ και ύστερα ήπιασε και ήναψε δυνατή φωτιά. Εκρέμασε τα ογρά κοντά στη φωτιά να στεγνώσουν και ήκατσε και ο ίδιος μαζί με τα κοπέλια κοντά για να μην κρυώνουν. Ήβαλε η μάνα μου δυο τρία άχερα στα μιαρά για να ’χουν δουλειά και να κάθουνται ήσυχα και ύστερα εσίμωσε και αυτή να ζεσταθεί. Η βροχή εδυνάμωνε αντί να ξεκόψει και ογλήγορα ακουστήκανε τα ρυάκια που εμουγκαλιούντανε από τα νερά που εσύρνανε.
– Κατά που δείχνει, επαέ δα τηνέ βγάλομε απόψε, είπε ο πατέρας μου.
– Παναγία μου και ίντα δα γενούμε. Εμάς ξάμας μα τα κοπέλια πώς δα περάσουνε νηστικά; Και τα άλλα δυο, ίντα δα γενούνε αμοναχά στο χωριό με τέτοιο χαλασμό; Ότι ώρα ξεκόψει δα φύγομε.
– Πού δα πάμε με δυο κοπέλια και τέτοιο χαλασμό; Πίσσα σκοτίδι είναι όξω και δε δα θωρούμε τη μύτη μας, όι τη στράτα! Θες να πέσομε σε κιαμιά κολύμπα γι θες να μασέ πάρει κιανένα ρυάκι και να μην ακουστεί η εντουρία μας;
Εκατάλαβε η μάνα μου το δίκιο ντου και δεν είπε πράμα. Εκατέβασε την κεφαλή και την πήρε το παράπονο. Ο πατέρας μου εσηκώθηκε και ήβαλε τα ρούχα ντου που είχανε ωστόσο στεγνώσει. Ύστερα ήκαμε μια κοιμηθιά μέσα στα άχερα, ήστρωσε τη σεντόνα των ελιώ που ήτανε ζεστή και εβάλανε απάνω τα κοπέλια που είχανε αποκοιμηθεί στην ποδιά ντως, νηστικά, μέσα στο κλάμα. Τα σκεπάσανε μιαολιά με άλλη μια σεντόνα και ύστερα εσιμώσανε και κάτσανε στην παραστιά κοντά-κοντά ο ένας στον άλλο αμίλητοι. Σε μια στιγμή γυρίζει η μάνα μου και λέει:
– Γιάε, άντρα μου, ξάνοιξε. Στη μια μπάντα τα μιαρά, στην άλλη τα κοπέλια μέσα στα άχερα και μείς οι δυο δίπλα στην παραστιά. Ετσά φαντάζομαι και το σπήλιο που γεννήθηκε ο Χριστός στη Βηθλεέμ. Επαέ γεννιέται απόψε ο Χριστός.
«Ε, Παναγία μου που απόψε γεννάς το κοπέλι σου και κατέχεις τον πόνο μου, προστάτεψε τα κοπέλια μου στο χωριό και επαέ σα να ’τανε δικά σου κοπέλια και ’γω δα σου κάμω σαράντα μετάνοιες».
Εκάμανε και οι δυο το σταυρό ντως και αγκαλιαστήκανε συγκινημένοι.
Μια γλυκιά συγκίνηση τους κυρίεψε και φαίνεται πως τους πήρε ο ύπνος ετσά καθιστούς και αγκαλιασμένους. Γαλήνη απλώθηκε στο σπίτι. Όλοι εκοιμούντανε, ζωντανά κι αθρώποι και μόνο οι φλόγες τση φωτιάς εχορεύγανε στην παραστιά και γεμίζανε το δωμάτιο με τη ζεστασιά τουςκαι παράξενες σκιές που χορεύγανε κι αυτές με τη σειρά τους πάνω στσι πέτρινους γδυμνούς τοίχους. Βιβλική εικόνα επικρατούσε μέσα στο δωμάτιο.
Εγώ με την αδερφή μου, πάλι, εζούσαμε στο χωριό τη δική μας περιπέτεια. Εκάμαμε τσι παραγγελιές που μας αφήκανε κι όντενε δάκαρε η βροχή και το αστραπόβροντο εσφαλίξαμε την πόρτα και κάτσαμε στα καρεκλάκια μας δίπλα, δίπλα κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει. Η καρδιά μας εχτύπα σαν του λαγού. Όσο επέρνα η ώρα και ενύχτωνε, το σκοτίδι εγίνουντανε πιο πυκνό και όπως το σκίζανε οι αστραπές και ακουγότανε οι βροντές, εμείς μικιά κοπέλια, εγώ δέκα και η αδερφή μου οχτώ, φανταζόμαστε τεράστιους δράκους που μουγκρίζανε και επολεμούσανε κουνώντας τα φωτεινά σκουλικένια σπαθιά τους.
Οι δικοί μας δε φαινότανε πουθενά. Εσκεφτήκαμε να πάμε στο σπίτι του παππού, μα πώς; Οι στράτες εσύρνανε ποταμό τα νερά. Εσηκωθήκαμε, επήγαμε κοντά στα κονίσματα, εγονατίσαμε και αρχίσαμε προσευχή.
«Χριστέ μου που απόψε γεννιέσαι, βοήθησε τον μπαμπά μας, τη μαμά μας και τα αδερφάκια μας, κάνε να μην πάθουν πράμα κακό και να ’ρθούνε ογλήγορα κοντά μας. Πάτερ ημών… Δι’ ευχών των αγίων…».
Πιο ήσυχοι μετά κάτσαμε πάλι στα καρεκλάκια μας κοντά στη φωτιά και εκειά εξημερωθήκαμε.
Ο καιρός μετά τα μεσάνυχτα – με τη γέννηση του Χριστού εμαλάκωσε και σιγά, σιγά τελείωσε ο πόλεμος του ουρανού και εσταμάτησε να βρέχει. Μόφωτα – μόφωτα οι γονέοι μας εφορτώσανε μεσοσώμαρα το φάρδο με τσι φυλλάδες, εδέσανε τα μιαρά στα σκαρβέλια, εβάλανε το πια μεγάλο κοπέλι στην καπούλα και ξεκίνησαν για το χωριό σηκώνοντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος το πια μικιό κοπέλι στην αγκαλιά τους.
Ολολάσπωτοι και ολόγροι εφτάξανε στο χωριό την ώρα που ο παπάς στην εκκλησία εμοίραζε το αντίντερο. Επέσαμε στην αγκαλιά τους, χαμόγελα φώτισαν τα πρόσωπα όλων μας. Το σπίτι εγέμισε ζωή κι αγάπη.
Ελλάξανε ρούχα οι γονέοι μας και η μάνα μου εζέστενε γάλα τση αίγας να πιούμε ύστερα από τη νηστεία 40 ημερών. Εκεινιά την ώρα ήμπηκε μέσα στο σπίτι ολολάφαστη η γιαγιά μου.
– Καλή μέρα, Χρόνια Πολλά. Ίντα γενίκετε; Γιάντα δεν ήρθετε στην εκκλησά; Προχθές δεν ελέγετε πως δα μεταλαβαίνετε όλοι; Ίντα πάθετε;
Ήρχιξε ο πατέρας μου και τση ’λεγε τα καθέκαστα. Εμείς εσταθήκαμε γύρω απού τη φούστα τζης κι αυτή μας εχάιδευγε και μας εμοίρασε από ένα κομμάτι άρτο.
Το μεσημέρι εκάτσαμε στο τραπέζι. Έξε πιάτα γεμάτα με φυλλάδα γιαχνί και μέσα μπακαλιάρο.
– Στο όνομα του Θεού, είπε ο πατέρας μου. Καλά Χριστούγεννα γυναίκα. Καλά Χριστούγεννα κοπέλια.
“Καλά Χριστούγεννα”, είπαμε όλοι με μια φωνή και το εννοούσαμε, γεμάτοι χαρά και ευτυχισμένοι που είμαστε πάλι όλοι μαζί, μετά από τον πρόσκαιρο χωρισμό μια μέρας και μιας νύχτας. Δεν περιμέναμε κανένα δώρο και όμως εισπράξαμε το δώρο, να είμαστε όλοι μαζί η οικογένεια, ενωμένη κι αγαπημένη!