Νέα στοιχεία για τη μινωική Ιεράπετρα από τις ανασκαφές της ορεινής έπαυλης στον Γαϊδουροφά Ανατολής
Του Γιάννη Παπαδάτου*
Παρόλο που τα βουνά καταλαμβάνουν πάνω από το μισό της κρητικής γης, δεν έχουν προσελκύσει το συστηματικό ενδιαφέρον των αρχαιολόγων του μινωικού πολιτισμού, οι οποίοι έως τώρα ενδιαφέρονταν κυρίως για την ανακάλυψη ανακτόρων, επαύλεων και μεγάλων πόλεων στις πεδινές και παραλιακές περιοχές του νησιού. Το αποτέλεσμα είναι ότι η γνώση μας για την κατοίκηση και την εκμετάλλευση των βουνών είναι περιορισμένη, και η σημασία τους για τη μινωική οικονομία υποεκτιμημένη. Το κενό αυτό στην έρευνα της μινωικής Κρήτης έρχονται να καλύψουν οι ανασκαφές του Πανεπιστημίου Αθηνών στο ορεινό κτήριο στο Γαϊδουροφά Ανατολής, από το 2012.
Το κτήριο βρίσκεται στην άκρη μικρού οροπεδίου, σε υψόμετρο 900 μέτρων, πάνω σε έναν πανάρχαιο δρόμο που ενώνει την Καλαμαύκα με τις Μάλες. Πρόκειται για έναν δρόμο που ακολούθησε ο Άρθουρ Έβανς, ο πρώτος αρχαιολόγος που εντόπισε το κτήριο το 1898, και έγραψε μια σύντομη αναφορά στο ημερολόγιο των εξερευνήσεών του, δύο χρόνια πριν αρχίσει την ανασκαφή της Κνωσού.
Η επανακάλυψη του κτηρίου από τον Γεραπετρίτη αρχαιολόγο Κώστα Χαλικιά το 2007, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ανακάλυψή του από τον Έβανς, οδήγησε σε μια οργανωμένη και συστηματική ανασκαφή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ξεκίνησε το 2012 και τελείωσε το 2021.
Από την πρώτη κιόλας χρονιά τα ευρήματα μας εξέπληξαν, και ιδιαίτερα η μεγαλοπρέπεια του κτηρίου, το οποίο είναι διώροφο, χτισμένο με μεγάλους ογκολίθους και έχει συνολική έκταση περίπου 800 τετραγωνικά μέτρα. Το κτήριο διέθετε μεγάλες αποθήκες στο ισόγειο, κίονες, πεσσούς και σκάλες για τον άνω όροφο. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η χρήση ξύλινων δοκαριών για την στήριξη των τοίχων και των ορόφων, ένα στοιχείο που βλέπουμε μόνο σε ανακτορικά κτήρια και επαύλεις των πεδινών περιοχών.
Το κτήριο περιείχε πολλά πήλινα αγγεία που εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες των ενοίκων του: αποθήκευση, μαγείρεμα και κατανάλωση τροφής. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η μεγάλη ποσότητα χάλκινων εργαλείων, κυρίως τσεκούρια, σμίλες και μαχαίρια, αλλά και ένα μεγάλο τεμάχιο χαλκού το οποίο δείχνει ότι οι ένοικοι είχαν πρόσβαση στην πρώτη ύλη που ερχόταν από την Κύπρο μέσω θαλάσσιων εμπορικών δρόμων.
Αποκαλυπτικό, ωστόσο για το χαρακτήρα και τη λειτουργία του κτηρίου ήταν ένα σπάνιο χάλκινο σφραγιστικό δακτυλίδι, το οποίο απεικονίζει καθιστή γυναίκα και αγρίμι (αγριοκάτσικο). Το δακτυλίδι είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς τέτοια αντικείμενα σχετίζονταν άμεσα με την ανακτορική διοίκηση και χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση προϊόντων κατά τη μεταφορά τους από και προς το ανάκτορο. Η εύρεσή του στο Γαϊδουροφά υποδηλώνει ότι το κτήριο ίσως ήταν η έδρα ενός αξιωματούχου επιφορτισμένου με την καταγραφή και σφράγιση των ορεινών προϊόντων που αποθηκεύονταν προσωρινά στο κτήριο, πριν τη μεταφορά τους προς κάποιο σημαντικό αστικό, ίσως ανακτορικό κέντρο, στην πεδιάδα.
Έτσι, ένα μόλις χρόνο μετά το τέλος των ανασκαφών μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το ιδιαίτερο ορεινό κτήριο, παρόλο που η μελέτη έχει μόλις ξεκινήσει. Το κτήριο στο Γαϊδουροφά ιδρύθηκε περίπου το 1600 π.Χ. με βασικό σκοπό να ελέγξει την εκμετάλλευση των ορεινών φυσικών πόρων και να οργανώσει τη διακίνηση των προϊόντων από τα βουνά προς τα αστικά κέντρα των πεδιάδων και των παραλίων. Το κτήριο λειτουργούσε ως προσωρινός σταθμός συγκέντρωσης και καταγραφής προϊόντων τα οποία μετά από σύντομη αποθήκευση μεταφέρονταν στους καταναλωτές. Δυστυχώς, οι ανασκαφές δεν έδωσαν στοιχεία για τα αγαθά που αποθηκεύονταν, είτε γιατί δεν διατηρήθηκαν, για παράδειγμα το μαλλί, είτε γιατί το κτήριο καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε αφού πρώτα το είχαν αδειάσει από το περιεχόμενό του.
Η παρουσία ενός τέτοιου κτηρίου σε μεγάλο υψόμετρο ανοίγει νέους δρόμους στην έρευνα της μινωικής Κρήτης, και δείχνει ότι αν θέλουμε να διαμορφώσουμε μια σφαιρική άποψη για το μινωικό πολιτισμό θα πρέπει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε όχι μόνο τα ανάκτορα και τις πόλεις των πεδιάδων, αλλά και τις εγκαταστάσεις στην πλούσια και εκτεταμένη κρητική ενδοχώρα. Με άλλα λόγια: για να καταλάβουμε το μινωικό πολιτισμό είναι καιρός να πάρουμε τα βουνά.
- Ο Γιάννης Παπαδάτος είναι Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών